- κυνοκλόπος
- κῠνο-κλόπος, ὁ,A dog-stealer, Ar. Ra.605.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυνοκλόπος — κυνοκλόπος, ον (Α) αυτός που κλέβει σκύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κλόπος (< κλέπτω), πρβλ. βοο κλόπος, φρενο κλόπος] … Dictionary of Greek
κυνοκλόπον — κυνοκλόπος dog stealer masc/fem acc sg κυνοκλόπος dog stealer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek